- χαζολογώ
- -άω, Ν1. μιλώ σαν χαζός, λέω ανοησίες2. φλυαρώ, συζητώ περί ανέμων και υδάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + -λογώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαζολογώ — και χαζολογάω χαζολόγησα, λέω χαζομάρες, λέω χαζές κουβέντες: Δεν έχει δουλειά και κάθεται και χαζολογάει όλη τη μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
χαζολόγημα — το, Ν [χαζολογώ] ανόητα λόγια, μωρολογία … Dictionary of Greek
χαζολογάω — (σπάν. χαζολογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), χαζολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής